Τα Κινέζικα είναι μια
γλωσσική οικογένεια που αποτελείται από γλώσσες οι οποίες είναι αμοιβαία
ακατανόητες. Αρχικά οι εντόπιες γλώσσες που ομιλούντο από τους Κινέζους Han
στην Κίνα, αποτελούσαν έναν από τους κλάδους της σινοθιβετιανής οικογένειας
γλωσσών. Περίπου το ένα πέμπτο του παγκόσμιου πληθυσμού (πάνω από ένα
δισεκατομμύριο) ομιλούν κάποια ποικιλία των Κινέζικων ως μητρική τους γλώσσα.
Οι εσωτερικές διαιρέσεις των Κινέζικων γίνονται συνήθως αντιληπτές από τους
φυσικούς ομιλητές τους ως διάλεκτοι μιας ενιαίας Κινέζικης γλώσσας παρά για
ξεχωριστές γλώσσες, αν και αυτή η ταύτιση θεωρείται ακατάλληλη από κάποιους
γλωσσολόγους και Σινολόγους.
Τα Κινέζικα διακρίνονται από το υψηλό επίπεδο
εσωτερικής ποικιλομορφίας. Υπάρχουν δεκατρείς κυριότερες περιφερειακές ομάδες
Κινέζικων, από τις οποίες η ευρύτερα ομιλούμενη, κατά πολύ, είναι των
μανδαρίνων (περίπου 850 εκατ.), ακολουθούμενη από την wu (90 εκατομμύρια),
από την καντονέζικη (yue) (70 εκατομμύρια ) και την min (50 εκατομμύρια). Οι
περισσότερες από αυτές τις ομάδες είναι αμοιβαία ακατανόητες, αν και μερικές
όπως η xiang και η ΝΔ διάλεκτος των μανδαρίνων, έχουν κοινούς όρους και
κάποιο βαθμό αμοιβαίας κατανόησης. Τα τυπικά Κινέζικα είναι μια
τυποποιημένη μορφή ομιλουμένων Κινέζικων, με βάση τη διάλεκτο του Πεκίνου. Τα
τυπικά Κινέζικα είναι η
επίσημη γλώσσα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΛΔΚ) και της Ταϊβάν, καθώς
και μία από τις τέσσερις επίσημες γλώσσες της Σιγκαπούρης. Είναι μία από τις
έξι επίσημες γλώσσες των Ηνωμένων Εθνών. Υπάρχουν επίσης ορισμένες μικρότερες
ομάδες που δεν έχουν ακόμη ταξινομηθεί, όπως: η διάλεκτος danzhou, η xianghua
και η shaozhou tuhua.
Ένας πολύ καλός γνώστης Κινέζικων σήμερα αναγνωρίζει
περίπου 6.000-7.000 χαρακτήρες. Για να διαβάσει κάποιος μια εφημερίδα
απαιτούνται περίπου 3.000 χαρακτήρες. Η κυβέρνηση της Λ.Δ.Κ. ορίζει τη γνώση
των 2.000 χαρακτήρων ως ελάχιστο για να μη θεωρηθεί αναλφάβητος ένας
εργαζόμενος, αν και αυτό είναι μόνο λειτουργικός αλφαβητισμός. Ένα μεγάλο
λεξικό χωρίς περικοπές, όπως και το λεξικό Kangxi, περιέχει πάνω από 40.000
χαρακτήρες. Λιγότεροι από το ένα τέταρτο από αυτούς τους χαρακτήρες
χρησιμοποιούνται συνήθως.
Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι ταξινομούν όλες τις ποικιλίες
των σύγχρονων προφορικών Κινέζικων ως μέρος της σινοθιβετιανής γλωσσικής
οικογένειας. Η σχέση μεταξύ των Κινέζικων και των άλλων σινοθιβετιανών
γλωσσών ευρίσκεται σε ενεργό έρευνα. Η κύρια δυσκολία σε αυτή την προσπάθεια
είναι ότι, ενώ υπάρχει αρκετή τεκμηρίωση για να ανακατασκευαστεί η αρχαία
προφορική Κινεζική, δεν υπάρχει γραπτή τεκμηρίωση της σχέσης μεταξύ των
πρωτοσινοθιβετιανών και της αρχαίας Κινέζικης. Επιπλέον, πολλές από τις
παλαιότερες γλώσσες που θα επέτρεπαν να ανακατασκευαστούν οι
πρωτοσινοθιβετιανές γλώσσες είναι πολύ δύσκολα κατανοητές και πολλές από τις
τεχνικές που αναπτύχθηκαν για την ανάλυση της έλευσης των ινδοευρωπαϊκών
γλωσσών από τις πρωτοϊνδοευρωπαϊκές δεν ισχύουν για τα Κινέζικα.
Μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, οι περισσότεροι νότιοι
Κινέζοι ομιλούσαν μόνο τη μητρική τοπική Κινέζικη παραλλαγή. Αυτή η κατάσταση
άλλαξε από τα μέσα του 20ου αιώνα με τη δημιουργία ενός υποχρεωτικού
εκπαιδευτικού συστήματος δεσμευτικού στη διδασκαλία της Κινέζικης γλώσσας. Ως
αποτέλεσμα, η Κινέζικη γλώσσα σήμερα ομιλείται από σχεδόν όλους τους νέους
και τους μεσήλικες πολίτες της ηπειρωτικής Κίνας και της Ταϊβάν. Τα
καντονέζικα χρησιμοποιήθηκαν στο Χονγκ Κονγκ κατά τη διάρκεια της βρετανικής
αποικιοκρατίας του και παραμένουν σήμερα επίσημη γλώσσα στην εκπαίδευση, τις
επίσημες ομιλίες και την καθημερινή ζωή.
Τα κλασσικά Κινέζικα ήταν κάποτε η lingua franca στις
γειτονικές χώρες της Ανατολικής Ασίας, όπως στην Ιαπωνία, στην Κορέα και στο
Βιετνάμ για αιώνες, πριν από την αύξηση των ευρωπαϊκών επιρροών του 19ου
αιώνα. Κατά τη διάρκεια της ιστορίας ο Κινέζικος πολιτισμός και η πολιτική
είχαν μεγάλη επιρροή στα κορεάτικα και στα ιαπωνικά. Τα κορεάτικα και τα
ιαπωνικά έχουν και τα δύο συστήματα γραφής που χρησιμοποιούν Κινέζικους
χαρακτήρες (hanzi), οι οποίοι ονομάζονται hanja και kanji αντίστοιχα. Το ίδιο
ισχύει και για ένα σημαντικό ποσοστό βιετναμέζικων. Πενήντα τοις εκατό ή και
περισσότερο των κορεατικών λέξεων είναι Κινεζικής προέλευσης, το ίδιο ισχύει
και για ένα σημαντικό ποσοστό ιαπωνικών και βιετναμέζικων λέξεων.
Δανεικές λέξεις από τα Κινέζικα υπάρχουν επίσης σε ευρωπαϊκές
γλώσσες όπως τα αγγλικά. Όπως και κάθε άλλη γλώσσα, τα Κινέζικα έχουν
απορροφήσει έναν αρκετά μεγάλο αριθμό δανεικών λέξεων από άλλους πολιτισμούς.
Άλλες λέξεις δανείστηκαν κατά μήκος του δρόμου του μεταξιού από τα
παλαιοκινέζικα και άλλες από Βουδιστικές γραφές. Οι λέξεις που δανείστηκαν
από τους λαούς κατά μήκος του δρόμου του μεταξιού έχουν περσική ετυμολογία. Η
Βουδιστική ορολογία προέρχεται από τα σανσκριτικά ή πάλι, λειτουργική γλώσσα
της Βόρειας Ινδίας. Λέξεις που δανείζονται από τις νομαδικές φυλές των
περιφερειών Γκόμπι, Μογγολίας ή άλλων βορειοανατολικών έχουν γενικά αλταϊκή
ετυμολογία, αλλά από ποια ακριβώς αλταϊκή πηγή δεν είναι πάντα απόλυτα σαφές.
Με την αυξανόμενη αξία και την επιρροή της οικονομίας της
Κίνας σε παγκόσμιο επίπεδο, η διδασκαλία της Κινέζικης γλώσσας κερδίζει
δημοτικότητα σε σχολεία στις ΗΠΑ, και γίνεται όλο και πιο δημοφιλές
αντικείμενο μελέτης μεταξύ των νέων του δυτικού κόσμου, όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Το 1991 υπήρχαν 2.000 ξένοι που κατείχαν το Κινέζικο Proficiency (συγκρίσιμο
με το αγγλικό πιστοποιητικό του Cambridge), ενώ το 2005 ο αριθμός αυξήθηκε
αισθητά σε 117.660.
|